Η έρευνα της εταιρείας συμβούλων έδειξε ότι τρείς στους τέσσερις εκ των ερωτηθέντων λαμβάνουν υπόψη τους τουλάχιστον μια ελάχιστη περιβαλλοντική πιστοποίηση (π.χ. ελάχιστη βαθμολογία EPC, HQE, DGNB ή BREEAM), όταν αξιολογούν ένα ακίνητο. Επιπλέον, τα τρία τέταρτα των επενδυτών ιδιωτικών κεφαλαίων χρησιμοποιούν ανάλυση CRREM στα υπάρχοντα χαρτοφυλάκιά τους και για τυχόν νέα κτίρια που μπορεί να ενδιαφέρονται να αποκτήσουν.
Εφαρμόζουν επίσης πράσινες ρήτρες μίσθωσης. Όταν ρωτήθηκαν ποιον παράγοντα θεωρούν σημαντικό σε αυτές τις ρήτρες, και οι τέσσερις στους τέσσερις ερωτηθέντες απάντησαν ότι αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν την ανταλλαγή δεδομένων ενέργειας, νερού και αποβλήτων, ενώ τρείς στους τέσσερις δήλωσαν ότι θα συμπεριλάμβαναν περιορισμούς σε τροποποιήσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν δυσμενώς τις αξιολογήσεις ενεργειακής απόδοσης, καταδεικνύοντας αυστηρότερη στάση από την ευρύτερη απόκριση της αγοράς, με βάση την οποία μόνο το 65% υποστηρίζει την συμπερίληψη περιορισμών στις αλλαγές.
Όσον αφορά την επίτευξη καθαρών μηδενικών στόχων σε όλες τις συμμετέχουσες κατηγορίες επενδυτών, από το σύνολο μόνο ένας συμμετέχων απάντησε ότι έχει ήδη επιτύχει τους στόχους του για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών, το 41% έχει θέσει στόχο να τους επιτύχει έως το 2030, το 15% προσβλέπει στο 2040, ενώ οι υπόλοιποι ερωτηθέντες στοχεύουν στο 2050.
Πιο κοντά στην επίτευξη των καθαρών μηδενικών στόχων φαίνεται να είναι οι εισηγμένες εταιρείες ακινήτων, με σχεδόν το 90% των ερωτηθέντων να ελπίζουν να επιτύχουν καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2030 – σε κάτι περισσότερο από έξι χρόνια από τώρα. Ωστόσο, οι μέχρι τώρα επιδόσεις τους μπορεί να μην ανταποκρίνονται απόλυτα στις φιλοδοξίες τους.
Με την περίοδο επίτευξης απαλλαγής από τις εκπομπές άνθρακα να μειώνεται, ορισμένοι μπορεί να υποθέσουν ότι οι εν λόγω επενδυτές θα επιχειρήσουν να απαλλαγούν από περιουσιακά στοιχεία με κακή απόδοση ESG, ιδιαίτερα εάν δεν έχουν την ικανότητα να τα αναβαθμίσουν.
Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει με τις υπό εξέταση εταιρείες, καθώς, περίπου το 70% των εισηγμένων εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα στοχεύουν στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων με κακή απόδοση ESG με σκοπό να τα αναβαθμίσουν/επανατοποθετήσουν, ενώ σχεδόν το 60% προσπαθεί να βελτιώσει την ποιότητα του υπάρχοντος χαρτοφυλακίου τους, έναντι του 58% και 76% που είναι συγκριτικά, τα αντίστοιχα ποσοστά του συνολικού δείγματος.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τα νέα ακίνητα που επιλέγουν για αγορά για τα οποία οι εισηγμένες εταιρείες απαιτούν μια ελάχιστη περιβαλλοντικής πιστοποίησης, υποδεικνύοντας ότι αυτά θα πρέπει κατά προτίμηση να συνάδουν με τους στόχους για καθαρές μηδενικές εκπομπές.
Περνώντας στους διαχειριστές επενδύσεων, αυτή η κατηγορία επενδυτών φαίνονται επίσης πρόθυμοι να βελτιώσουν το υπάρχον χαρτοφυλάκιό τους, αγοράζοντας παράλληλα νέα περιουσιακά στοιχεία, συμβατά με τα κριτήρια ESG.
Όσον αφορά τις στρατηγικές τους, το 83% των διαχειριστών επενδύσεων που ερωτήθηκαν επιδιώκουν να βελτιώσουν την ποιότητα των υφιστάμενων χαρτοφυλακίων μέσω ανακαίνισης και επανατοποθέτησης και το 66% των ερωτηθέντων προσβλέπουν στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων που συμμορφώνονται με τα κριτήρια ESG.
Συνολικά, τα κριτήρια ESG κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος σε όλους τους τύπους επενδυτών, είτε κατά τη διάρκεια εξαγορών νέων περιουσιακών στοιχείων είτε για τον εντοπισμό και τη διαχείριση υφιστάμενων κινδύνων χαρτοφυλακίου. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει προφανής ζήτηση για περιουσιακά στοιχεία υψηλής απόδοσης που υπερβαίνουν την απλή συμμόρφωση με τα πιστοποιητικά ενεργειακής απόδοσης.
Η απαίτηση για περιβαλλοντική πιστοποίηση, οι οικονομικές πιέσεις από τους δανειστές, οι επίτευξη καθαρών μηδενικών στόχων, καθώς και η ανάγκη οι προδιαγραφές των ακινήτων να ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ζήτηση για κτίρια που συμβάλουν στην ευημερία των ενοικιαστών και να είναι προετοιμασμένα για τις μελλοντικές προκλήσεις, είναι μερικοί μόνο παράγοντες που επιβεβαιώνουν ότι τα κριτήρια ESG ήρθαν για να μείνουν.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι, με βάση τα συμπεράσματα της διεθνούς εταιρείας συμβούλων, μεταξύ των διαφόρων τύπων επενδυτών είναι ότι περισσότερο αυστηρά όσο αφορά στην τήρηση των πρότυπων βιωσιμότητας είναι τα private equites γεγονός που θα αποδειχθεί καθοριστικό στο μέλλον, για τις αποφάσεις των επενδυτών.
ΠΗΓΗ: Knight Frank