«Σαφώς δεν υπερισχύουν οι αγοραστές λόγω χαμηλής οικονομικής προσιτότητας, αλλά και η κατάσταση στην αγορά ενοικίασης δεν ήταν πολύ καλύτερη», έγραψε ο Jeseo Park, οικονομολόγος στην Bank of America, σε πρόσφατο σημείωμα.
Ο Park σημείωσε ότι τα ενοίκια σε εθνικό επίπεδο στις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί στο 26% του μέσου εισοδήματος των νοικοκυριών από 23%, ενώ η αναλογία των πληρωμών στεγαστικών δανείων προς το εισόδημα έχει αυξηθεί στο 32% από 19%.
«Παρά το ότι το κόστος ενοικίασης και ιδιοκτησίας σπιτιού αυξάνεται, η ενοικίαση είναι πιο προσιτή από την ιδιοκτησία», κατέληξε.
Η αγορά ενός σπιτιού σε μεγάλες πόλεις της Δύσης είναι σημαντικά πιο ακριβή από την ενοικίαση.
Ως ποσοστό του μέσου εισοδήματος, οι πληρωμές στεγαστικών δανείων και οι φόροι υπερβαίνουν τις πληρωμές ενοικίων στο Λος Άντζελες (83% έναντι 41%), Σαν Χοσέ (80% έναντι 26%), Σαν Φρανσίσκο (71% έναντι 29%), Σαν Ντιέγκο (74% έναντι 38%) και το Σιάτλ (55% έναντι 25%), διαπίστωσε η Park.
Άλλες μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές αντιμετωπίζουν το ίδιο δίλημμα, όπως η Νέα Υόρκη (62% έναντι 43%), το Πόρτλαντ (50% έναντι 25%) και το Όστιν (45% έναντι 23%).
Μόνο η Νέα Ορλεάνη και ο Τζάκσον είναι οι δυο τοποθεσίες που εξετάστηκαν από την Bank of America και βρέθηκαν λιγότερο ακριβές για να αγοράσεις από το να νοικιάσεις.
«Συνολικά, τα δεδομένα δείχνουν ξεκάθαρα μια αγορά κατοικίας που έχει γίνει πιο επιβαρυντική για τον μέσο αγοραστή από ό,τι πριν από την πανδημία, και μπορεί να χρειαστεί λίγος χρόνος για να επιστρέψει σε μια νέα ισορροπία προσφοράς και ζήτησης», έγραψε ο Park.
Πολλοί νέο αγοραστές έχουν αισθανθεί ότι έχουν ξεφύγει από τη βάναυση αγορά κατοικίας. Τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων δεν βοήθησαν, με το μέσο επιτόκιο των 30ετών στεγαστικών δανείων να φτάνει σε υψηλό 23 ετών τον Οκτώβριο, ωθώντας περισσότερους αγοραστές στο περιθώριο. Τα ποσοστά έχουν κινηθεί χαμηλότερα, αλλά εξακολουθούν να παραμένουν πολύ πάνω από το 7%.