Στην περίπτωση των ακινήτων, οι επενδυτές ακολουθούν διάφορες προσεγγίσεις για τον καθορισμό και την επίτευξη των στόχων, που αφορούν τόσο τις ίδιες τις εταιρείες όσο και τα περιουσιακά τους στοιχεία, με μια ποικιλία από όρια, όσον αφορά τις πηγές εκπομπών που καλύπτονται από τον εκάστοτε δείκτη.
Η επίτευξη ουδέτερου άνθρακα (carbon neutrality) βασίζεται στη δράση μετριασμού των εκπομπών
αερίων θερμοκηπίου μέσω αντιστάθμισης. Αυτή η προσέγγιση εξισορροπεί τις εκπομπές
που απελευθερώνονται με εκείνες που αποφεύγονται (μέσω της αγοράς συστημάτων
μείωσης του άνθρακα από τρίτους) ή εκείνες που εξάγονται από την ατμόσφαιρα
(μέσω συστημάτων αφαίρεσης άνθρακα). Η εν λόγω προσέγγιση δίνει τη δυνατότητα μείωσης
των τρεχουσών εκπομπών χωρίς να εμπλέκει άμεσα την εταιρεία, ενώ παράλληλα μπορεί
να αφαιρέσει από την ατμόσφαιρα εκπομπές που πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν.
Ωστόσο, οι αντισταθμίσεις οφείλουν να είναι "υψηλής ποιότητας"
και επιπρόσθετες άλλων στρατηγικών, καθώς οι εταιρείες κινδυνεύουν αφενός μεν να κατηγορηθούν για «greenwashing», που μπορεί να
βλάψει το εμπορικό σήμα και τη φήμη τους, αφετέρου να
βλάψουν πραγματικά το κλίμα.
Επιπλέον, η εν λόγω αγορά απέχει πάρα πολύ από το να αντισταθμίσει τον όγκο των εκπομπών που πραγματοποιούνται ετησίως. Σε καθαρά εμπορική βάση, το κόστος αντιστάθμισης προβλέπεται να αυξηθεί και, χωρίς μείωση των εκπομπών, να οδηγήσει τις εταιρείες σε κόστη που θα υπερβαίνουν αισθητά τον προϋπολογισμό τους.
Από τη μεριά του, ο καθαρός μηδενικός άνθρακας (net-zero carbon) αφορά επίσης την εξισορρόπηση των εκπομπών, με το πρόσθετο βασικό στοιχείο της ελαχιστοποίησής τους με την πάροδο του χρόνου, καθιστώντας τις αντισταθμίσεις ως έσχατη λύση. Καθώς το καθαρό μηδέν είναι ένα ενδιάμεσο στάδιο προς τις (πραγματικά) μηδενικές εκπομπές άνθρακα, η αντιστάθμιση είναι απαραίτητη για εκπομπές από πηγές που δεν μπορούν ακόμη να μηδενιστούν πλήρως – στην περίπτωση των ακινήτων, τον ενσωματωμένο άνθρακα. Παρόλα αυτά, η ελαχιστοποίηση των εκπομπών στα ίδια τα χαρτοφυλάκια ξεπερνά τον ποσοτικό περιορισμό που αντιμετωπίζουν τα συστήματα αντιστάθμισης άνθρακα.
Ωστόσο, λόγω του εύρους της, η έννοια των καθαρών μηδενικών εκπομπών
είναι πολύ πιο δύσκολο να οριστεί, τόσο στην πράξη όσο και στη θεωρία, σε σχέση
με τον ουδέτερο άνθρακα. Πρόκειται για ένα διαρκώς μεταβαλλόμενος στόχος: Ποιες
πηγές εκπομπών θα πρέπει να στοχεύουν στη μείωση; Πόσο πρέπει να μειωθούν οι
εκπομπές προτού βασιστούμε στην αντιστάθμιση; Πώς θα αλλάξουν αυτές οι απαιτήσεις
με την πάροδο του χρόνου;
Επί της παρούσης, όλο και περισσότερες εταιρείες ακινήτων στοχεύουν στην απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, δίνοντας προτεραιότητα στην βελτιώση της ενεργειακής απόδοσης. Ρυθμιστικές αρχές, επενδυτές και ενοικιαστές ασκούν πιέσεις, με τη σειρά τους, για λειτουργικά αποδοτικά ακίνητα με χαμηλές εκπομπές άνθρακα.
Σε αυτό το πλαίσιο το πιο σημαντικό στοιχείο είναι η ποσοτικοποίηση των εκπομπών, καθώς δεν μπορούμε να διαχειριστούμε κάτι που δεν είναι μετρήσιμο. Αν και το ερώτημα του τί θα μετρηθεί είναι σχετικά απλό, η συλλογή των απαιτούμενων δεδομένων είναι πολύ πιο δύσκολη από ό,τι μπορεί κανείς να υποθέτει, λόγω της ποικιλίας των τύπων μίσθωσης και των διαφορετικών οντοτήτων που καλούνται να πληρώσουν λογαριασμούς κοινής ωφελείας και, επομένως, να κατέχουν τα εν λόγω δεδομένα.
Παρά το γεγονός ότι το δομημένο περιβάλλον είναι ένας από τους μεγαλύτερους "ενόχους" για τις παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα, υπάρχει σημαντική έλλειψη κοινής προσέγγισης που αφορά τόσο ως προς τον ορισμό, όσο και ως προς την στρατηγική για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών.
Εάν απαιτείται από τον κλάδο των ακινήτων να μεταβεί αποτελεσματικά σε ένα μέλλον χαμηλών εκπομπών άνθρακα, οι ορισμοί
πρέπει να ευθυγραμμιστούν για να παρέχουν στους παράγοντες της αγοράς
αξιόπιστη, συνεπή καθοδήγηση. Από την πλευρά τους οι παράγοντες της αγοράς πρέπει επίσης να
διατηρήσουν δυναμικές στρατηγικές, εάν επιθυμούν να συνεχίσουν να
ευθυγραμμίζονται με τις βέλτιστες πρακτικές, ακολουθώντας τις εξελίξεις των επιστημονικών
συστάσεων.
Πηγή: GRESB