Η Ελλάδα, ως μέλος της ευρωπαϊκής οικονομίας, έχει καταφέρει να προσαρμοστεί και να εναρμονιστεί με αυτές τις παγκόσμιες τάσεις με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, μαζί με τις μικρότερες χρηματοπιστωτικές οντότητες, να έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στον ψηφιακό μετασχηματισμό των core banking συστημάτων τους, με κεφάλαια που υπερβαίνουν τα 800 εκατ. ευρώ τα τελευταία χρόνια.
Οι αναβαθμίσεις αυτές καλύπτουν ευρύ φάσμα τεχνολογιών, από την υιοθέτηση cloud infrastructure και API-based πλατφορμών, έως τη βελτιστοποίηση των mobile και online banking εφαρμογών, προσφέροντας μία εμπειρία χρήστη (UX) αντίστοιχη με κορυφαίες διεθνείς fintech πλατφόρμες.
Σήμερα, το 96% των εγχρήματων συναλλαγών υλοποιείται μέσω ψηφιακών καναλιών, αποδεικνύοντας τη σημαντική διείσδυση της τεχνολογίας και την αποδοχή της από το καταναλωτικό κοινό. Παράλληλα, τα παραδοσιακά τραπεζικά καταστήματα δεν καταργούνται, αλλά εξελίσσονται σε υβριδικά σημεία εξυπηρέτησης, όπου ενσωματώνονται καινοτόμες ψηφιακές λύσεις όπως απομακρυσμένοι ταμίες, βιντεοκλήσεις και αυτόματες υπηρεσίες κατάθεσης. Ο ρόλος τους μετασχηματίζεται σε κέντρα παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών και στρατηγικής διαχείρισης σχέσεων πελατών (relationship management).
Η συνεργασία με εταιρείες FinTech αποτελεί στρατηγική επιλογή των ελληνικών τραπεζών, που τις αντιμετωπίζουν όχι ως ανταγωνιστές αλλά ως εταίρους σε ένα οικοσύστημα καινοτομίας. Μέσω διαγωνισμών καινοτομίας (innovation challenges), accelerators και incubators, οι τράπεζες ενσωματώνουν νέες λύσεις που αυξάνουν την αποτελεσματικότητα, τη διαλειτουργικότητα και βελτιώνουν το πελατολόγιο, ακολουθώντας τα διεθνή πρότυπα open banking.
Παράλληλα, η δυναμική ανάπτυξη των neobanks στην Ελλάδα αναδιαμορφώνει το ανταγωνιστικό πεδίο. Η tbi bank αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, εστιάζοντας σε ψηφιακή χρηματοδότηση καταναλωτών και επιχειρήσεων με προϊόντα Buy Now, Pay Later (BNPL) και καταναλωτικά δάνεια, υποστηριζόμενη από πλήρως αυτοματοποιημένες διαδικασίες underwriting και credit scoring. Μέσα σε μόλις τρία χρόνια, έχει χρηματοδοτήσει πάνω από 300 εκατ. ευρώ και εξυπηρετεί πάνω από 300.000 πελάτες.
Η Snappi, η πρώτη ελληνική neobank με τραπεζική άδεια από την ΕΚΤ, παρέχει ολοκληρωμένες ψηφιακές τραπεζικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου ελληνικού IBAN, ψηφιακών πληρωμών και καταθέσεων με υψηλό επιτόκιο (3% έως 1.000 ευρώ). Η πλατφόρμα της ενσωματώνει καινοτόμες λύσεις όπως το «Snappi Pay Later», που επιτρέπει αγορές με άτοκες δόσεις χωρίς χρήση κάρτας.
Επίσης, η διεθνής neobank Revolut έχει εδραιώσει σημαντική παρουσία με πάνω από 1,7 εκατ. πελάτες στην Ελλάδα, προσφέροντας προϊόντα λιανικής και επιχειρηματικής τραπεζικής μέσω ψηφιακών καναλιών, ανταγωνιστικά συναλλαγματικά spread και δυνατότητες επενδύσεων σε μετοχές και κεφάλαια διαχείρισης ρευστότητας (money market funds).
Μία κοινή θεώρηση των διοικητικών στελεχών του τραπεζικού κλάδου είναι ότι η τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη δεν υποκαθιστούν τον ανθρώπινο παράγοντα, αλλά τον ενισχύουν και τον απελευθερώνουν από τις επαναλαμβανόμενες εργασίες. Το μέλλον της τραπεζικής βασίζεται σε ένα υβριδικό μοντέλο, όπου η τεχνολογία αναλαμβάνει αυτοματοποιημένες διεργασίες, ενώ οι άνθρωποι εστιάζουν σε υπηρεσίες συμβουλευτικής, στρατηγικής και ανάπτυξης πελατειακών σχέσεων.
Αυτή η μετάβαση συνοδεύεται από την ανάδειξη νέων επαγγελματικών ρόλων όπως digital product owners, cybersecurity architects και AI specialists, αντικαθιστώντας παραδοσιακές θέσεις εργασίας. Η ψηφιακή επάρκεια, η προσαρμοστικότητα και η συναισθηματική νοημοσύνη αναδεικνύονται σε καθοριστικούς παράγοντες επιτυχίας στην τραπεζική αγορά του μέλλοντος.
Συνολικά, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση όπου η καινοτομία, η τεχνολογία και η ανθρώπινη εμπειρία συνυπάρχουν αρμονικά, διαμορφώνοντας μια νέα εποχή τραπεζικών υπηρεσιών, ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας.