Κλιματική και στεγαστική κρίση απειλούν την Ευρώπη
Κλιματική και στεγαστική κρίση απειλούν την Ευρώπη

Κλιματική και στεγαστική κρίση απειλούν την Ευρώπη

Share Copy Link
RE+D magazine
27.05.2025

Την ανάγκη λήψης μέτρων για την προσαρμογή των υποδομών αλλά και των κατοικιών, με στόχο την αντιμετώπιση των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, επισημαίνει ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Κατασκευαστών (FIEC), Πιέρο Πετρούτσο.

Τα μέλη της Ομοσπονδίας Ευρωπαίων Κατασκευαστών, αλλά και προσωπικότητες από ολόκληρο τον πλανήτη, βρέθηκαν τις προηγούμενες ημέρες στην Αθήνα, καθώς η Πανελλήνια Ένωση Διπλωματούχων Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΠΕΔΜΕΔΕ) φιλοξένησε το ετήσιο πανευρωπαϊκό συνέδριο της Ομοσπονδίας, που, εφέτος, είχε θέμα «Χτίζοντας το Αύριο: Λύσεις για την Ανθεκτικότητα στο Νερό και τις Γαλάζιες Υποδομές». Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε και η Γενική Συνέλευση της FIEC.

Ο κ. Πετρούτσο απαντά στον προβληματισμό αν οι υποδομές (υπάρχουσες και όσες σχεδιάζονται) θα είναι τελικά ικανές να ανταπεξέλθουν στις (άγνωστες σήμερα) συνέπειες και επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, αλλά και στο το εάν τελικά μπορούν οι εθνικές οικονομίες και η ΕΕ να ανταπεξέλθουν στο συνεχώς αυξανόμενο κόστος, που καλούνται να καταβάλουν για αυτόν τον σκοπό.

Εξηγεί πώς μπορεί -και πρέπει- να γίνει ο απαραίτητος εκσυγχρονισμός των υποδομών, ώστε να διασφαλιστεί τόσο η ορθή διαχείριση των υδάτων όσο και η προστασία από τις πλημμύρες. Και αναφέρεται σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, λύσεις και προτάσεις για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, που πλήττει ολόκληρη την Ευρώπη.

Η συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ

  - Στο ετήσιο συνέδριό σας επισημάνθηκε ότι η ευρωπαϊκή κατασκευαστική βιομηχανία διαθέτει την εμπειρογνωμοσύνη για να δημιουργήσει λύσεις που θα παρέχουν βασικές υπηρεσίες στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν στο νερό. Μπορείτε να μας το εξηγήσετε αυτό;

 Αυτό που συζητήσαμε -μαζί με τα μέλη, τους ομιλητές και τους καλεσμένους μας - στο Ετήσιο Συνέδριο της FIEC στις 16 Μαΐου, στο ΚΠΙΣΝ στην Αθήνα, είναι ότι η κατασκευαστική βιομηχανία είναι απαραίτητη για την οικοδόμηση πραγματικών, βιώσιμων λύσεων στις αυξανόμενες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη όσον αφορά στο νερό. Οι πλημμύρες, η λειψυδρία και η ρύπανση των υδάτων είναι ζητήματα που ήδη πλήττουν σκληρά τους πολίτες και τις οικονομίες μας. Ο τομέας μας διαθέτει την εμπειρογνωμοσύνη για να δράσει. Εμείς είμαστε αυτοί που κατασκευάζουμε και συντηρούμε τις υποδομές, που διασφαλίζουν την επεξεργασία, τη διανομή, την αποθήκευση των υδάτων και την προστασία των υποδομών από τις πλημμύρες. Με πάνω από 6,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού να χάνονται κάθε χρόνο στην ΕΕ -λόγω κακοσυντηρημένων σωλήνων και ακραίων καιρικών φαινομένων- είναι σαφές ότι οι ανθεκτικές υποδομές δεν αποτελούν επιλογή, αλλά επείγον ζήτημα. Η ώρα για δράση είναι τώρα. Καθώς η ΕΕ προετοιμάζει τη Στρατηγική της για την Ανθεκτικότητα στο Νερό και θέτει το νερό στο επίκεντρο της πολιτικής της ατζέντας, είναι σαφές ότι ο κατασκευαστικός τομέας θα διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην υλοποίηση αυτών των φιλοδοξιών. Έτσι, όταν λέμε ότι ο κατασκευαστικός κλάδος «οικοδομεί την αλλαγή», το εννοούμε κυριολεκτικά. Χωρίς τη συμμετοχή των μελών μας, των εταιρειών, των παρόχων υπηρεσιών και των εργολάβων, καμία στρατηγική για την ανθεκτικότητα στο νερό δεν μπορεί να επιτύχει.

  - Πολλοί υποστηρίζουν ότι ακόμη και τα έργα που σχεδιάζονται σήμερα -και τα οποία θα κατασκευαστούν τα επόμενα χρόνια - ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές απαιτήσεις, καθώς είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατον) για κάποιον να προβλέψει τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Πώς σχολιάζετε αυτήν την προσέγγιση;

 Για να δημιουργήσουμε ανθεκτικές υποδομές ύδρευσης που να είναι «κατάλληλες για τον σκοπό τους», πρέπει να κάνουμε το καλύτερο δυνατό για να προβλέψουμε τις μελλοντικές απαιτήσεις. Αυτή δεν είναι μια εύκολη άσκηση, αλλά η συνολική διαθεσιμότητα δεδομένων θα βοηθήσει στην προσέγγιση των προβλέψεων στην πραγματικότητα των μελλοντικών σεναρίων σχετικά με τις περιφερειακές απαιτήσεις νερού. Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Κατασκευαστικών Βιομηχανιών ζητά, ως εκ τούτου, καλύτερη παρακολούθηση του δικτύου, χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες, όπως η έξυπνη μέτρηση, και συνεχή διάθεση των πληροφοριών σε ψηφιακή μορφή. Η εις βάθος γνώση του δικτύου είναι το κλειδί για την αξιολόγηση των προτεραιοτήτων, ώστε να διασφαλιστεί μια κοινή προσπάθεια για την επίτευξη της αποτελεσματικής και ταχείας συντήρησης και ανανέωσης των υφιστάμενων δικτύων διανομής νερού.
Ενα ειδικό Ταμείο Υδάτων της ΕΕ πρέπει να αποτελέσει μέρος του επερχόμενου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου για τη συγχρηματοδότηση της παρακολούθησης και της ψηφιοποίησης του δικτύου, με στόχο να καταστούν οι έξυπνοι μετρητές και αισθητήρες το πρότυπο.

  - Πολλοί είναι όσοι υποστηρίζουν επίσης ότι η προσαρμογή στην κλιματική κρίση μπορεί τελικά να είναι πολύ δαπανηρή υπόθεση, στην οποία ούτε οι εθνικές οικονομίες, αλλά ούτε και η ΕΕ, δεν θα είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν. Πώς το σχολιάζετε αυτό;

 Είναι αλήθεια ότι η προσαρμογή στην κλιματική κρίση συνεπάγεται σημαντικό κόστος. Αλλά από τη δική μας οπτική γωνία, αυτό το κόστος δεν είναι απλώς απαραίτητο, αλλά όλο και πιο αναπόφευκτο. Βλέπουμε ήδη τις επιπτώσεις των συχνότερων ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι πλημμύρες, οι ξηρασίες ή η διάβρωση των ακτών. Αυτές οι καταστάσεις ασκούν πρωτοφανή πίεση στις υπάρχουσες υδραυλικές υποδομές, οι οποίες δεν έχουν σχεδιαστεί για τα σενάρια που αντιμετωπίζουμε σήμερα ή στο μέλλον. Η αναβάθμιση και η μελλοντική θωράκιση αυτών των υποδομών είναι θέμα ανθεκτικότητας και μετριασμού του κινδύνου.  Και η οικονομική πίεση πλήττει εξίσου δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Το κόστος ασφάλισης για κτίρια και υποδομές αυξάνεται λόγω των κλιματικών κινδύνων, και η διακοπή των υπηρεσιών αυξάνεται. Σε ορισμένες περιοχές, η ασφάλιση καθίσταται ακόμη και μη διαθέσιμη. Αυτό και μόνο αποτελεί ισχυρό οικονομικό επιχείρημα για την επένδυση σε υποδομές ανθεκτικές στην κλιματική αλλαγή τώρα, όπως η συγκράτηση ομβρίων υδάτων, η αντιπλημμυρική προστασία και τα πιο έξυπνα, πιο ευέλικτα δίκτυα διανομής νερού.

  -Κύριε Πετρούτσο, ας έρθουμε τώρα σε ένα άλλο ζήτημα, το οποίο αφορά στις κατασκευές, μικρότερης κλίμακας, στη στέγαση, το κόστος της οποίας έχει εκτοξευθεί, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η στεγαστική κρίση είναι πλέον γεγονός και η ΕΕ αναζητά λύσεις. Ποιες είναι οι θέσεις του κατασκευαστικού κλάδου; Πώς μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της στεγαστικής κρίσης...

 Σε ολόκληρη την Ευρώπη, το κόστος της στέγασης έχει πράγματι φτάσει σε οριακό σημείο. Δεν πρόκειται για κρίση ζήτησης, πρόκειται για κρίση προσφοράς. Δεν χτίζουμε (και ανακαινίζουμε) αρκετές οικιστικές μονάδες όπου οι πολίτες τις χρειάζονται περισσότερο. Χαιρετίζουμε το γεγονός ότι η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έθεσε την κρίση αυτή στον τομέα της στέγασης ως προτεραιότητα με τον διορισμό, για πρώτη φορά, ενός ειδικού επιτρόπου για τις πολιτικές στέγασης, κάτι που αποτελεί ένα πολύ θετικό βήμα. Είναι, επίσης, ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι η πρόσφατα εγκριθείσα μεταρρύθμιση της πολιτικής συνοχής, με επικεφαλής τον αντιπρόεδρο Ραφαέλε Φίτο, δίνει μεγάλη έμφαση σ' αυτό το ζήτημα, το οποίο αντιπροσωπεύει μια από τις πιο επείγουσες και σύνθετες κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις για όλη την Ευρώπη. Για αυτόν τον λόγο παραμένουμε θετικοί, καθώς πλέον όλοι κατανοούν τον επείγοντα χαρακτήρα της αντιμετώπισης αυτής της κρίσης. Υπό την οπτική γωνία του κατασκευαστικού κλάδου, η FIEC θέλει να αντιμετωπίσει τους πολλαπλούς παράγοντες που επηρεάζουν το κόστος κατασκευής. Σε όλα τα επίπεδα (παγκόσμιο, ευρωπαϊκό, εθνικό, τοπικό), αντιμετωπίζουμε κανονιστικό φόρτο, αργές διοικητικές διαδικασίες, βιομηχανικές ελλείψεις, έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και γης. Για να μην αναφέρουμε τη δύσκολη πρόσβαση στη χρηματοδότηση.

Όσον αφορά στις λύσεις, δεν υπάρχει μαγική λύση. Καταρχάς, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι διαφορετικές τοπικές προκλήσεις θα απαιτήσουν διαφορετικούς τύπους απαντήσεων. Σαφώς, μπορούμε να αυξήσουμε την παραγωγικότητα στον τομέα μας, για παράδειγμα, μέσω της ψηφιοποίησης, της καινοτομίας, της τυποποίησης και της κυκλικότητας των πρώτων υλών. Αλλά αυτό απαιτεί επενδύσεις. Χρειαζόμαστε αυξημένη υποστήριξη από τα κονδύλια της ΕΕ και τα χρηματοδοτικά μέσα της ΕΤΕπ. Χρειαζόμαστε επίσης ένα ευκολότερο πλαίσιο δανεισμού για έργα κατασκευής κατοικιών, μέσω μεγαλύτερης ευελιξίας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τους κανόνες προληπτικής εποπτείας της «Βασιλείας» (σ.σ.: για τη εξασφάλιση της σταθερότητας και ασφάλειας του τραπεζικού συστήματος), σύμφωνα με τους οποίους τα έργα κατασκευής κατοικιών είναι υψηλού κινδύνου. Όσον αφορά στην ΕΕ, μπορεί να αναλάβει δράση όπου έχει συγκεκριμένες ευθύνες. Πιστεύουμε ότι η ΕΕ θα μπορούσε να απλοποιήσει τη νομοθεσία της που έχει αντίκτυπο στο κόστος και τις διαδικασίες οικοδόμησης. Με τον ίδιο τρόπο, η ΕΕ θα μπορούσε να απλοποιήσει τη νομοθεσία της ΕΕ με έμμεσο αντίκτυπο στις διαδικασίες χωροταξίας και αδειοδότησης σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Επιπλέον, ενώ η ΕΕ δεν μπορεί να «αναγκάσει» τα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση, τουλάχιστον, μπορεί να προτείνει συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές, βασισμένες σε κοινές βέλτιστες πρακτικές.

  -Και μια τελευταία ερώτηση, δεδομένου ότι σε όλη την Ευρώπη, τα σπίτια είναι παλιάς κατασκευής και η ανακαίνισή τους (σε «πράσινα σπίτια») κοστίζει πολύ. Πιστεύετε ότι η πολιτική επιδοτήσεων (υλικών και υπηρεσιών για τον σκοπό αυτό) μπορεί να προσφέρει λύση; Ή μήπως θα πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο επίτευξης μιας παγκόσμιας (ακόμα και πανευρωπαϊκής) συμφωνίας για τη μείωση των τιμών των (π.χ.: οικοδομικών) υλικών; Και πώς αξιολογείτε την προσέγγιση της ΕΕ στο ζήτημα μέχρι στιγμής;

Πιστεύω ότι οι διάφορες πολιτικές κινήτρων -συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων ή των δημοσιονομικών πλεονεκτημάτων- που έχουν θεσπιστεί στα διάφορα κράτη μέλη έχουν αποδειχθεί αρκετά αποτελεσματικές. Πράγματι, η διαδικασία ανακαίνισης είναι δαπανηρή και, πάλι, οι διοικητικές διαδικασίες είναι αρκετά χρονοβόρες. Πιστεύω ότι οι επιδοτήσεις πρέπει να στοχεύουν σε έναν συνολικό στόχο ανακαίνισης και όχι σε συγκεκριμένα υλικά ή υπηρεσίες. Αυτός ο στόχος ανακαίνισης έχει οριστεί σε επίπεδο ΕΕ σε τουλάχιστον 2% (το τρέχον ετήσιο ποσοστό είναι κάτω από 1%). Περίπου το 70% του κτιριακού αποθέματος της ΕΕ είναι ενεργειακά μη αποδοτικό και ο ρυθμός ανακαίνισης πρέπει να επιταχυνθεί για να επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης της ενέργειας για θέρμανση και ψύξη. Ωστόσο, η βασική πρόκληση με τις ενεργειακά αποδοτικές ανακαινίσεις είναι το υψηλό αρχικό κόστος της επένδυσης. Ακόμα και όταν η εξοικονόμηση ενέργειας αποδίδει μετά από μερικά χρόνια, εξακολουθεί να αποτελεί τον κύριο παράγοντα συγκράτησης από τα νοικοκυριά. Τα καινοτόμα μοντέλα χρηματοδότησης και επιμερισμού του κινδύνου θα μπορούσαν επομένως να αποτελέσουν μέρος μιας λύσης.