Στην ηλικία των 40 ετών, μόνο το 43% των millennials έχουν σπίτια, σε σύγκριση με το 52% των boomers στην ίδια ηλικία, σύμφωνα με τον Redfin. Η διάμεση ηλικία για όσους αγοράζουν για πρώτη φορά σπίτι έχει αυξηθεί στα 38, που αποτελεί νέο υψηλό ρεκόρ.
Από τους βασικούς λόγους είναι το γεγονός ότι οι Millennials μεγάλωσαν κατά τη διάρκεια δύο μεγάλων κρίσεων—της κατάρρευσης της στεγαστικής αγοράς του 2008 και της πανδημίας COVID-19 του 2020—που τους έχουν κάνει ιδιαίτερα επιφυλακτικούς όσον αφορά στην ιδιοκτησία σπιτιού..
Με τις τιμές των κατοικιών να έχουν αυξηθεί απότομα, πολλοί millennials βλέπουν την ιδιοκτησία σπιτιού ως επικίνδυνη επένδυση η οποία απαιτεί στρατηγικές κινήσεις
Ενώ ορισμένοι millennials βλέπουν την ιδιοκτησία σπιτιού ως βάρος ή περιττό κίνδυνο, αρκετοί είναι αυτοί που προχωρούν σε επενδύσεις σε ακίνητα, αν και είναι λιγότερο αισιόδοξοι για τις μελλοντικές αυξήσεις των τιμών των κατοικιών σε σύγκριση με τις παλαιότερες γενιές.
Σχεδόν οι μισοί millennial και Gen Z που απάντησαν σε μια πρόσφατη έρευνα της Santander είπαν ότι το να έχεις ένα σπίτι είναι μεγαλύτερο πρόβλημα από ότι του αναλογεί ένα σημαντικά υψηλότερο μερίδιο από το 27% των Gen X και των boomers που απάντησαν το ίδιο.
Οι επικρατούσες συνθήκες απειλούν την αντίληψη της ιδιοκτησίας σπιτιού ως πορείας προς τον πλούτο καθώς η αγορά ενός σπιτιού στη σημερινή ακριβή αγορά δεν είναι εύκολη υπόθεση και αυτό θα κρατήσει αρκετούς αυτής της γενιάς σε κατάσταση αναμονής.
Η αδυναμία αγοράς κατοικιών επιδεινώνει την ανισότητα πλούτου και περιορίζει τη μακροπρόθεσμη οικονομική ασφάλεια για τους millennials καθώς η ιδιοκτησία σπιτιού παρέχει σημαντικά οικονομικά πλεονεκτήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όσοι αγόρασαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι οποίοι γλύτωσαν από τον πληθωρισμό των ενοικίων καθώς από τον Ιανουάριο του 2020, το κόστος ενοικίασης σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα της Federal Reserve έχει αυξηθεί πάνω από 25%.
Αυτό το χάσμα έχει συνέπειες για την οικονομική ευημερία και το κοινωνικό χάσμα των millennials καθώς σύμφωνα με το ΔΝΤ η αυξημένη ανισότητα ωθεί σε πολιτική πόλωση και εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη.