Πέρασε το ν/σ για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας
Πέρασε το ν/σ για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας

Πέρασε το ν/σ για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας

Share Copy Link
RE+D magazine
17.06.2022

Κατά πλειοψηφία υπερψηφίσθηκε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 123) και λοιπές επείγουσες διατάξεις».

Επί της αρχής, υπέρ του σχεδίου νόμου τάχθηκε η ΝΔ. Επιφύλαξη να τοποθετηθούν στην συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής, δήλωσαν ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Ελληνική Λύση και ΜέΡΑ 25 ενώ το ΚΚΕ καταψήφισε.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας, ολοκληρώνοντας και τη συζήτηση επί των άρθρων στην επιτροπή, τόνισε πως οι αλλαγές που γίνονται σχετικά με την επιτάχυνση των δικών «δεν υπηρετούν, ούτε πολιτική σκοπιμότητα, ούτε πολύ περισσότερο έχουν στόχο διαφορετικό από αυτόν που θα έπρεπε να είχαμε όλοι μας, όταν μιλάμε για τα θέματα και τα ζητήματα της δικαιοσύνης». 

 «Ή θα κλείσουμε τα μάτια μας και θα συνεχίσουμε να λέμε ότι δεν τρέχει τίποτα, ή καταγράφοντας μια πραγματικότητα που μας αφορά όλους και πολύ περισσότερο αφορά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και όλους τους Έλληνες πολίτες, θα υποστηρίξουμε κάποιες επιλογές, οι οποίες προφανώς κινούνται στην κατεύθυνση της εξεύρεσης λύσεων» είπε ο υπουργός. Αναγνώρισε πως «δεν υπάρχει μαγικό ραβδί που ξαφνικά μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα στον χώρο της δικαιοσύνης», αλλά δεν μπορούμε και «να κλείσουμε τα μάτια μπροστά σε ζητήματα ή παθογένειες, που κατά γενική ομολογία αναδεικνύονται από τους ίδιους τους πολίτες και συνιστούν ένα τεράστιο ζήτημα προβληματισμού, ανησυχίας, αμφισβήτησης ακόμα και της λειτουργίας της δικαιοσύνης».

Σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν τις δυνατότητες αναβολής μιας δίκης και οι οποίες δέχθηκαν την μεγαλύτερη κριτική από την αντιπολίτευση και τους νομικούς φορείς, ο κ. Τσιάρας ανέφερε πως «δεν είναι μια παθογένεια που ανακαλύψαμε σήμερα και ερχόμαστε να ρυθμίσουμε βίαια». Το είχα συζητήσει με το προηγούμενο διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και υπήρχε και σχετική ανακοίνωση γι' αυτό, όπως άλλωστε ήταν και γνωστό στην ολομέλεια, ειδικά στο πρόσωπο του προέδρου της ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, ότι υπάρχει πρόθεση να κάνουμε μια τέτοια ρύθμιση. Δεν φιλοδοξούμε ότι θα λυθεί το πρόβλημα της επιτάχυνσης των δικών με αυτές τις ρυθμίσεις αλλά «προσπαθούμε να κάνουμε βήματα, συμπληρώνουμε ψηφίδες σε μια μεγάλη εικόνα».  

Ο ίδιος αναρωτήθηκε «πόσες φορές μπορεί να αναβάλλονται υποθέσεις, απλά και μόνο επειδή οι αξιότιμοι κύριοι δικηγόροι, για τους δικούς τους λόγους δεν μπορούν να παρίστανται; Πόσες φορές, επ' αόριστον;». Χαρακτήρισε μονομερές, το επιχείρημα που προβλήθηκε, ότι με το πλαφόν στο όριο αιτήσεως αναβολών στον δικηγόρο, θίγεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει αυτόν που θέλει για να τον υπερασπιστεί. Διαβεβαίωσε ότι «κανείς δεν θέλει να ρίξει σε κανέναν την ευθύνη ότι φταίει για τις καθυστερήσεις στον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης. Είναι όμως η στιγμή που όλοι πρέπει να σκύψουμε πάνω από το πρόβλημα και όλοι να αναλάβουμε το κομμάτι της ευθύνης που μας αναλογεί. Και οι δικαστές, και οι δικηγόροι, και το πολιτικό σύστημα».  

Πρόθεσή μας δεν είναι, ούτε να δημιουργήσουμε κάποιο πρόβλημα στον δικηγορικό κόσμο, ούτε να πιέσουμε τους δικαστές - είπε ο κ. Τσιάρας. Η διαδικασία της λειτουργίας της δικαιοσύνης, είναι πολυπαραγοντική, δεν αφορά σε ένα πρόσωπο, δεν αφορά σε μια κατηγορία, δεν αφορά σε ένα κλάδο. Αφορά στους πάντες και σαφώς υπάρχουν και τα θέματα υποστελέχωσης - για αυτό και θα έρθει σύντομα και το νομοσχέδιο για τη νέα Εθνική Σχολή Δικαστικών Υπαλλήλων, ώστε να μπορέσουμε να λύσουμε οριστικά αυτό το ζήτημα.

Σχετικά με τον περιορισμό των ιατρικών πιστοποιητικών από ιδιώτες ιατρούς, ο υπουργός ανέφερε πως, ενδεχομένως κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου «να επιχειρήσουμε να βρούμε και μια λύση σε αυτό». Εξήγησε πως «ο λόγος που η διάταξη δίνει προτεραιότητα στην πιστοποίηση από δημόσιο φορέα, δεν είναι από έλλειψη εμπιστοσύνης στους ιδιώτες γιατρούς, αλλά γιατί θέλουμε να είναι εφικτή η διερεύνηση από το δικαστήριο, των πραγματικών λόγων υγείας που προβάλλονται. Δεν είναι θέμα αμφισβήτησης της ισοτιμίας της υπογραφής των γιατρών». 

Επίσης, ο υπουργός αναγνώρισε πως οι τρεις μήνες που ορίζονται στη διάταξη για τον επαναπροσδιορισμό της δίκης, είναι ένα ζήτημα που «μας έχει προβληματίσει και νομίζω ότι ίσως είναι πραγματικά ασφυκτικός χρόνος, ειδικά για τα μεγάλα δικαστήρια της χώρας, και υπάρχει η σκέψη να αυξηθεί αυτό το όριο με νομοτεχνική βελτίωση, που θα προβλέπει σε κάθε περίπτωση, ότι ο προσδιορισμός της μετά αναβολής δικασίμου, να είναι ο συντομότερος δυνατός σύμφωνα με την επιβάρυνση των πινακίων του κάθε δικαστηρίου». 

Ο κ. Τσιάρας, πρόσθεσε πως «θα επιχειρήσει να συνομιλήσει και με τον πρόεδρο της ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και με την πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, προκειμένου να καταλήξουμε σε διατάξεις οι οποίες θα είναι αποτελεσματικές» γιατί η πρόθεσή μας είναι να κάνουμε ένα βήμα.

Αναφερόμενος στις υπόλοιπες διατάξεις του νομοσχεδίου, ο υπουργός απάντησε πως οι αλλαγές που επέρχονται σε ορολογίες για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είτε στην Οδηγία που αφορά την τρομοκρατία, ή στην διεύρυνση όλων αυτών των συστημάτων, είναι στην βάση των επιστολών της ΕΕ σε σχέση με την ενσωμάτωση των συγκεκριμένων Οδηγιών. Επίσης, και η μεταφορά των τεσσάρων λόγων της μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος από υποχρεωτικούς σε δυνητικούς, έγινε ακριβώς λόγω της παρατήρησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν έγινε για κάποιον άλλο λόγο.  

Σχετικά με την ποινική διάταξη που αφορά την εκδικητική πορνογραφία, ο κ. Τσάρας, σημείωσε πως «είναι μια πρωτοποριακή σε ευρωπαϊκό επίπεδο διάταξη και ένα θέλετε 'δείχνουμε το δρόμο' καθώς για το θέμα αυτό πρόκειται να υπάρξει σύντομα και μια ευρωπαϊκή οδηγία». Ο υπουργός δεν ενστερνίσθηκε την άποψη ότι «δεν θα πρέπει να ενσωματώσουμε το συγκεκριμένο αδίκημα στο Π.Κ , επειδή δεν πρέπει να κάνουμε συχνές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».