Οι φθορές αφορούν τόσο τη διαβρωτική κατάσταση των μεταλλικών μελών όσο και τη δομική ακεραιότητα των συνδέσεων και των επιμέρους στοιχείων του φορέα. Σε αρκετά σημεία διαπιστώνεται απολέπιση του προστατευτικού χρώματος, εμφάνιση σκουριάς, χαλάρωση ή φθορά των συνδέσεων, καθώς και τοπικές στρεβλώσεις που πιθανώς σχετίζονται με παλαιότερες μη ελεγχόμενες επεμβάσεις.
Το πιο εκτεταμένο και ανησυχητικό φαινόμενο είναι η διάβρωση του χάλυβα, η οποία εμφανίζεται κυρίως στα κατώτερα τμήματα του σκελετού και στις περιοχές όπου υπάρχει συγκέντρωση υγρασίας. Η παρουσία νερού, σε συνδυασμό με την υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση του κέντρου της Αθήνας, έχει επιταχύνει την οξείδωση, οδηγώντας σε απώλεια διατομής ορισμένων μεταλλικών στοιχείων. Η φθορά αυτή, εφόσον συνεχιστεί χωρίς συντήρηση, δύναται να επηρεάσει τη φέρουσα ικανότητα της οροφής και να δημιουργήσει ζητήματα ασφάλειας.
Επιπλέον, οι συνδέσεις και αγκυρώσεις των μεταλλικών μελών παρουσιάζουν έντονα σημάδια κόπωσης. Σε αρκετά σημεία, οι κοχλιωτές ή πριτσινωτές συνδέσεις έχουν χαλαρώσει λόγω των συνεχών δονήσεων που προκαλούνται από τη διέλευση των συρμών. Οι μικρομετακινήσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε τοπικές παραμορφώσεις και περαιτέρω αποδυνάμωση των συνδέσεων, ειδικά εκεί όπου έχει ήδη προηγηθεί διάβρωση. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την έλλειψη συστηματικού προγράμματος συντήρησης και επανελέγχου.
Σημαντικές φθορές έχουν επίσης εντοπιστεί στα υαλοστάσια και τα στεγανωτικά υλικά της οροφής, τα οποία βρίσκονται σε άμεση επαφή με τον μεταλλικό φορέα. Η παλαίωση των σιλικόνων και των αρμών έχει επιτρέψει τη διείσδυση νερού και σκόνης, προκαλώντας φθορά όχι μόνο στα μεταλλικά προφίλ, αλλά και στα εσωτερικά επιχρίσματα και ηλεκτρομηχανολογικά δίκτυα του σταθμού. Το πρόβλημα εκδηλώνεται με διαρροές και στάσιμα νερά, τα οποία εντείνουν τα φαινόμενα οξείδωσης και καθιστούν δυσκολότερη τη συντήρηση.
Ένα ακόμη στοιχείο που επιβαρύνει την κατάσταση είναι οι πρόχειρες ή αποσπασματικές επεμβάσεις που έχουν γίνει στο παρελθόν, χωρίς επαρκή τεκμηρίωση ή στατική μελέτη. Ορισμένα μέλη φαίνεται να έχουν αντικατασταθεί ή ενισχυθεί με ασύμβατα υλικά, ενώ έχουν παρατηρηθεί συγκολλήσεις που αλλοιώνουν τη συμπεριφορά του φορέα και δημιουργούν τοπικές συγκεντρώσεις τάσεων. Αυτές οι ασυνέχειες αυξάνουν τον κίνδυνο μη γραμμικών παραμορφώσεων και μειώνουν τη συνολική αξιοπιστία της κατασκευής.
Για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων, κρίνεται απαραίτητος ένας ολοκληρωμένος έλεγχος του μεταλλικού σκελετού, τόσο με οπτική επιθεώρηση όσο και με μη καταστροφικές μεθόδους, όπως υπερήχους ή μαγνητικά σωματίδια. Παράλληλα, απαιτείται εκτεταμένη αποκατάσταση των διαβρωμένων μελών μέσω αμμοβολής, επαναβαφής με αντιδιαβρωτικά υλικά και αντικατάστασης των φθαρμένων συνδέσεων. Τέλος, πρέπει να καθιερωθεί πρόγραμμα τακτικής συντήρησης και περιοδικών ελέγχων, ώστε να διασφαλιστεί η μακροχρόνια αντοχή και ασφάλεια της κατασκευής, διατηρώντας ταυτόχρονα την ιστορική και αρχιτεκτονική αξία του σταθμού «Μοναστηράκι».