Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, στις αρχές Αυγούστου η πιθανότητα ύφεσης ήταν στο 71,5%, ωστόσο η οικονομία παραμένει στάσιμη, γεγονός το οποίο επιτείνει τον κίνδυνο ύφεσης. «Η αναμενόμενη ανάκαμψη με γνώμονα την κατανάλωση καθυστερεί και πιθανότατα δεν θα ξεκινήσει μέχρι το τέλος του έτους», αναφέρει το ΙΜΚ σε μελέτη που δημοσιεύει η Handelsblatt και εξηγεί ότι οι αυξήσεις στους μισθούς το β' εξάμηνο του 2023 δεν μπόρεσαν να αντισταθμίσουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης που προκαλεί ο πληθωρισμός και δεν έχει ακόμη δρομολογηθεί πλήρης ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ταυτόχρονα, επισημαίνεται από το ΙΜΚ, η παραγωγή στους ιδιαίτερα ενεργοβόρους κλάδους της βιομηχανίας υποφέρει από τις επίμονα υψηλές τιμές της ενέργειας, ενώ η κατάσταση στον κατασκευαστικό κλάδο θα επιδεινωθεί πιθανότατα περαιτέρω μετά τη νέα αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία προκαλεί και αύξηση του κόστους χρηματοδότησης για τους κατασκευαστές ακινήτων. Οι εξαγωγές βρίσκονται επίσης σε υποτονική φάση, κυρίως λόγω της χαμηλής ζήτησης από τις ΗΠΑ και την Κίνα. «Υπό αυτές τις συνθήκες η βιομηχανική παραγωγή στο σύνολό της είναι επί του παρόντος στην καλύτερη περίπτωση στάσιμη», σύμφωνα με το Ινστιστούτο, το οποίο συνδέεται με τα γερμανικά συνδικάτα. Ακόμη όμως και η Bundesbank, στην τρέχουσα περιοδική έκθεσή της, προβλέπει «πιθανή ελαφρά συρρίκνωση της οικονομίας το γ' τρίμηνο του 2023».
Σε άρθρο της υπό τον τίτλο «Η νέα ατμομηχανή ανάπτυξης της Ευρώπης - Η Γαλλία αφήνει πίσω τη Γερμανία», η Handelsblatt αναφέρεται στην πρόοδο που έχει σημειώσει το τελευταίο διάστημα η Γαλλία, προωθώντας μεταρρυθμίσεις. «Ενώ η Γερμανία επαναπαυόταν στις επιτυχίες της ο γάλλος Πρόεδρος Μακρόν μεταρρύθμιζε τη χώρα του. Η οικονομική πολιτική του των τελευταίων ετών πλέον αποδίδει», τονίζει η εφημερίδα και επισημαίνει ενδεικτικά ότι ενώ το γερμανικό ΑΕΠ αναμένεται φέτος να συρρικνωθεί κατά 0,4%, το γαλλικό θα αυξηθεί κατά τουλάχιστον 1%.