Είναι γνωστό οτι τα κτίρια ευθύνονται για το 40% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (GHG) παγκοσμίως τόσο κατά την φαση λειτουργίας τους όσο και κατά την φάση κατασκευής ανακαίνισης η και κατεδάφισης τους. Σύμφωνα με τους Carson Smith & Courtney McCracken, στελέχη του τομέα βιωσιμότητας και ενέργειας της Longevity Partners, η συλλογή πλήρων και ακριβών δεδομένων κατανάλωσης ενός κτιρίου αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη μιας στρατηγικής καθαρού μηδέν.
Οι φυσικές αναβαθμίσεις και η επιτόπια παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας μπορούν στη συνέχεια να εφαρμοστούν για τη βελτιστοποίηση της απόδοσης του κτιρίου και τη σημαντική μείωση των εκπομπών άνθρακα. Η εφαρμογή σε ολόκληρα χαρτοφυλάκια μπορεί να μειώσει δραστικά το αποτύπωμα άνθρακα μιας επιχείρησης και να παράγει σημαντική επενδυτική απόδοση από την εφαρμογή μέτρων ενεργειακής απόδοσης, τα οποία με τη σειρά τους ενισχύουν την αξία του χαρτοφυλακίου, μέσω μειωμένων λειτουργικών εξόδων.
Οι εναπομένουσες εκπομπές μπορούν να εκτιμηθούν και να αντισταθμιστούν μέσω της αγοράς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εκτός του χώρου και μέσω αντισταθμίσεων άνθρακα.
Όμως, ο
λειτουργικός άνθρακας είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Ο ενσωματωμένος άνθρακας – ή άλλως οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου
που προκύπτουν από την κατασκευή, τη μεταφορά, την εγκατάσταση, τη συντήρηση
και την απόρριψη δομικών υλικών – αποτελεί το άλλο ίσως και μεγαλύτερο μέρος. Και αυτό γιατί ο
λειτουργικός άνθρακας μπορεί να μειώνεται συνεχώς μέσω επιτόπιων αναβαθμίσεων
ενεργειακής απόδοσης, ο ενσωματωμένος άνθρακας όμως «κλειδώνεται» μόλις
κατασκευαστεί το κτίριο. Υπολογίζεται ότι ο ενσωματωμένος άνθρακας θα είναι
υπεύθυνος για το 90% των εκπομπών CO2 που προκύπτουν από τις νέες κατασκευές
από τώρα έως το 2050.
Αν και όλα τα
υλικά συνεισφέρουν στον ενσωματωμένο άνθρακα ενός κτιρίου, τα δομικά συστήματα έχουν αποδειχθεί ότι έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση. Αυτό οφείλεται στον υψηλό ενσωματωμένο
άνθρακα που σχετίζεται με το σκυρόδεμα και τον χάλυβα – δύο υλικά που αποτελούν
τη δομική βάση σχεδόν κάθε κτιρίου. Η κατασκευή αυτών των υλικών απαιτεί
μεγάλες ποσότητες καύσης και η απαραίτητη ενέργεια για την τροφοδοσία των
διαδικασιών παραγωγής προέρχεται συχνά από δίκτυα που βασίζουν τη λειτουργία
τους σε ορυκτά καύσιμα. Η μείωση του ενσωματωμένου άνθρακα στα κτίρια πρέπει να
ξεκινήσει από το βιομηχανικό τομέα.
Σύμφωνα με το
Global Carbon Project, οι εκπομπές από τις παγκόσμιες βιομηχανίες τσιμέντου και
σκυροδέματος έχουν διπλασιαστεί από το 2002. Αυτό μπορεί να αποδοθεί σε
διάφορους παράγοντες – συμπεριλαμβανομένης, ενδεικτικά, της αυξημένης
παγκόσμιας ζήτησης για δομικά υλικά λόγω της πληθυσμιακής
αύξησης, της αντικατάστασης των παλιών υποδομών και της δημιουργίας νέων δικτύων σε περιοχές, όπως η Κίνα, όπου ο άνθρακας παραμένει η κύρια πηγή
ενέργειας.
Η επιτάχυνση της
μετάβασης σε μια βιομηχανία χαμηλών εκπομπών άνθρακα απαιτεί νέες τεχνολογίες,
διαδικασίες και βελτιωμένη απόδοση στην ενέργεια και τα υλικά. Η Παγκόσμια
Ένωση Τσιμέντου και Σκυροδέματος (GCCA) προβλέπει τη δέσμευση, χρήση και
αποθήκευση άνθρακα (CCUS) ως λύση που θα μπορούσε να μειώσει το 36% των
παγκόσμιων εκπομπών του τομέα μέχρι το 2050.
Ο βιομηχανικός τομέας καλείται να ηγηθεί της μετάβασης προς τη μείωση των ενσωματωμένων εκπομπών άνθρακα στα κτίρια. Και η προσπάθεια έχει ήδη ξεκινήσει, τόσο από εταιρείες με πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως η Holcim και η CEMEX, από πανεπιστημιακές ερευνητικές ομάδες, (παραγωγή τσιμέντου από φύκια από Πανεπιστήμιο του Κολοράντο), ή και από εταιρείες μικρότερου βεληνεκούς, όπως οι πλαστικοί «τσιμεντόλιθοι» που κατασκεύασε η ByFusionGlobal.
Πηγή: GRESB