Το greenwashing το επόμενο ζήτημα των διεθνών αγορών
Το greenwashing το επόμενο ζήτημα των διεθνών αγορών

Το greenwashing το επόμενο ζήτημα των διεθνών αγορών

Η μέχρι πρότινος ακμάζουσα αγορά βιώσιμων ομολόγων υπόκειται σε συνεχή επιβράδυνση και οι λόγοι δεν είναι απλοί
Share Copy Link
Βάλια Πολίτη
05.09.2022

Η αντιμετώπιση, αλλά και ο ορισμός του Greenwashing από τις ρυθμιστικές αρχές βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων, κατά τη διάρκεια του ετήσιου συνεδρίου της Διεθνούς Ένωσης Κεφαλαιαγορών (ICMA). Η συζήτηση γύρω από το greenwashing έχει προσελκύσει πρόσφατα τα φώτα της δημοσιότητας, με κανονισμούς όπως το EU Taxonomy και άλλοι κανονισμοί για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, που στοχεύουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα.

Σε γενικές γραμμές greenwashing ονομάζεται η διαδικασία δημιουργίας μιας ψευδούς εντύπωσης ή παροχής παραπλανητικών πληροφοριών, σχετικά με το πόσο φιλικά προς το περιβάλλον είναι τα προϊόντα μιας εταιρείας. Εντούτοις, ο ευρύτατος αυτός ορισμός θεωρείται εξαιρετικά γενικόλογος για να περιγράψει τις διάφορες εκδοχές του greenwashing που παρατηρούνται παγκοσμίως, με έμφαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Και, όταν δεν υπάρχει ορισμός, δε μπορεί να υπάρξει και οριοθέτηση.

Σε αυτή τη βάση, ο Nicholas Pfaff, αναπληρωτής CEO και επικεφαλής βιώσιμων οικονομικών της ICMA τόνισε την ανάγκη οι ρυθμιστικές αρχές να κάνουν τη διάκριση μεταξύ των διάφορων εκδοχών του φαινομένου. Ο ίδιος διέκρινε τρείς τύπους greenwashing, οι οποίοι, κατά τη γνώμη του, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν χωριστά και δίνοντας διαφορετική βαρύτητα.

Η παραπλανητική πληροφόρηση αφορά μια δόλια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί κανείς την ανάπτυξη της αγοράς πράσινων ομολόγων για να επιτύχει καλύτερη τιμή, ελλείψει πραγματικών πράσινων διαπιστευτηρίων για το προϊόν του.

Την ίδια στιγμή, η αμφιβολία της ποιότητας αποτελεί άλλη μια μορφή Greenwashing, η οποία σχετίζεται με το εάν ένα προϊόν ή έργο που πράγματι προωθεί πράσινο και κοινωνικό στόχο έχει αρκετό υπόβαθρο για να δικαιολογήσει το χαρακτηρισμό που επικαλείται.

"Αυτό είναι μια ιδιαίτερη ανησυχία με υπόβαθρο της δυαδικής ταξινόμησης της ΕΕ, η οποία κατηγοριοποιεί τα πράγματα είτε ως πράσινα είτε ως μη πράσινα, με ελάχιστο χώρο για έργα στο ενδιάμεσο», όπως εξήγησε ο κος Pfaff.

Τέλος, συνέχισε ο ίδιος, ο συμβολικός χαρακτηρισμός (tokenism) αναφέρεται σε ένα έργο που ολοκληρώθηκε υπό την έκδοση πράσινων ομολόγων - όπως η κατασκευή αιολικών πάρκων- αλλά αποτελεί μέρος του συνόλου των εργασιών μιας επιχείρησης, που μπορεί να μην είναι πράσινες στο σύνολό τους.

Ο κος Pfaff εξέφρασε τον προβληματισμό του, λέγοντας χαρακτηριστικά «Είναι πράγματι ένας εκδότης αποφασισμένος να ακολουθήσει μια συνολικά βιώσιμη στρατηγικής ή απλώς κάνει κάτι διακριτικό που δεν εμπλέκει ολόκληρο τον οργανισμό, τη στιγμή που χαρακτηρίζει (τον οργανισμό συνολικά) «πράσινο;».

Το θέμα γύρω από το συμβολικό χαρακτηρισμό αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης για τα βιώσιμα ομόλογα και για το αν οι εκδόσεις που διεκδικούν πράσινη ετικέτα θα πρέπει να κρίνονται μόνο με βάση το σχετικό έργο ομολόγων ή με βάση το ευρύτερο καθεστώς ESG του εν λόγω οργανισμού.

Σχετικά ερωτηματικά διατυπώθηκαν αναφορικά με το εάν κανονισμοί όπως το επερχόμενο Ευρωπαϊκό Πρότυπο Πράσινων Ομολόγων θα πρέπει να περιλαμβάνουν απαιτήσεις σε επίπεδο εκδότη. Αν και δεν υπάρχει επιβεβαίωση επί του θέματος, οι επενδυτές έχουν ήδη εκφράσει την ανησυχία τους.

«Το Greenwashing είναι πολλά διαφορετικά πράγματα», δήλωσε η Isabelle Laurent, Deputy Treasurer & Head of Funding στην EBRD. «Υπάρχει πλέον μεγαλύτερη έμφαση στο πράσινο της αγοράς ομολόγων γενικά, καθώς και στα πράσινα ομόλογα ειδικά», πρόσθεσε η ίδια. «Διαπιστώνουμε ότι πολλοί επενδυτές που δεν αγοράζουν πράσινα ομόλογα θέλουν να λαμβάνουν περισσότερη πληροφόρηση γύρω από τους εκδότες».

Καθώς εκδίδονται ολοένα και περισσότεροι κανονισμοί για την αντιμετώπισή του στην Ευρώπη και αλλού, το greenwashing στη βιώσιμη χρηματοδότηση γίνεται όλο και πιο σημαντικό ζήτημα.

«Η συζήτηση γύρω από το greenwashing είναι πολύ ενεργή σε σχέση με την αγορά κεφαλαίων και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων», δήλωσε ο κος Pfaff. «Η βιώσιμη αγορά ομολόγων, δεν έχει τραβήξει ακόμη τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά δεν πρέπει να εφησυχάζουμε», όπως είπε χαρακτηριστικά.

Ένα βασικό ζήτημα είναι ότι αντί να επενδύουν σε περιουσιακά στοιχεία που είναι ήδη πράσινα, οι επενδυτές προτιμούν να επικεντρωθούν σε περιουσιακά στοιχεία που απαιτούν βελτίωση, τα οποία παρέχουν περισσότερα περιθώρια για παραπλανητικές δηλώσεις και άλλους τύπους greenwashing.

«Οι ρυθμιστικές αρχές έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει νόημα να δίνονται περισσότερες επενδύσεις σε έναν εκδότη που ήδη παρουσιάζει πράσινη και κοινωνική δραστηριότητα, με στόχο να γίνει πιο πράσινος», τόνισε ο κος Engels, επικεφαλής επενδύσεων στην Union Asset Management.

Το εν λόγω ζήτημα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η ανακαίνιση του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος κρίνεται απαραίτητη για την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το σύνολο της στρατηγικής του εκδότη οφείλει να τεθεί υπό εξέταση, σύμφωνα με τον κο Engels, γεγονός που αποτελεί μεγάλη πρόκληση.

Φυσικά, από τη συζήτηση δεν έλειψε και το θέμα του ορισμού. Ο κλάδος των επενδύσεων οφείλει να υιοθετήσει μια ευέλικτη προσέγγιση, όταν εξετάζει εάν μια συγκεκριμένη επένδυση είναι πράσινη ή όχι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι εκδότες που κινούνται σε παγκόσμιες αγορές, εκτός ΕΕ, οι οποίοι αναπόφευκτα δεν θα μπορούν πάντα να συνδέονται με μια συγκεκριμένη ταξινόμηση.

«Χρειαζόμαστε έναν καλύτερο ορισμό του τι είναι πράσινο, από τη νωχελική παραδοχή ότι οτιδήποτε δεν συμμορφώνεται με την Ταξινομία είναι απλώς greenwashing», δήλωσε η εκπρόσωπος της EBRD.

Κάτι τέτοιο ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα για φιλόδοξα πράσινα έργα, τα οποία μπορεί να μην είναι σε θέση να ευθυγραμμιστούν με την Ταξινομία της ΕΕ, λόγω δυσκολιών στην εύρεση δεδομένων ή επειδή τα σημεία αναφοράς περιστρέφονται γύρω από την ΕΕ.